Ο Κύκλος με την κιμωλία στον Καύκασο, είναι ένα παραμυθόδεντρο που ποτίζεται από τα νερά της Ανατολής και από τα ορμητικά ρεύματα της διαλεκτικής σκέψης του δημιουργού του. Μια παλιά ιστορία με κέντρο της την απόλυτη αθωότητα – ένα παιδί – μεταφέρεται σε ένα χωροχρόνο πολέμου, βίας, αδικίας, εξαναγκασμού και καταπίεσης. Τα ροδαλά πρόσωπα του παραμυθιού σκοτεινιάζουν και οι ψυχές παγώνουν καθώς τα γεγονότα ορίζουν πλέον τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Οι μικρές καθημερινές ιστορίες κανονικών ανθρώπων, με την είσοδό τους στον Ιστορικό ρου αποκτούν τρομακτική διάσταση. Έτσι το παραμύθι ανακαινίζεται ιδεολογικά και αποκτά κοινωνικά ανακλαστικά και πολιτική συνείδηση. Κανείς πια δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός· όλα φαντάζουν δίσημα ή και αμφίσημα ανάλογα με το εύρος και την αγριότητα του πολέμου. Ο ειδυλλιακός χωριάτης γίνεται μαυραγορίτης, ο φιλήσυχος ξενοδόχος, εκμεταλλευτής, το εγώ κυριαρχεί ποδοπατώντας βάναυσα οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση κοινωνικής συμπεριφοράς. Ως και το κεντρικό πρόσωπο, η αφελής Γρούσα, το «κοροϊδάκι» που επωμίζεται το βάρος ενός εγκαταλελειμμένου παιδιού, περνά διαδοχικά στάδια αυτομύησης, διαβατήριες τελετές οδυνηρές και δύσκολες: η ευθύνη μιας μη αληθινής μητρότητας, η αποδοχή μιας ψευδοκύησης, ο φόβος της εξουσίας, των καιρικών συνθηκών, του ύψους, του βάθους, του θανάτου της. Η πορεία της είναι σημαντική γιατί αποδεικνύει ότι ο ήρωας δεν είναι φύσει θετικός· γίνεται ύστερα από σειρά δοκιμασιών που τον μετατοπίζουν ψυχικά και τον φωτίζουν κοινωνικά και πολιτικά.
Η σκηνοθεσία απέφυγε τους ψυχολογισμούς και τα διλήμματα προσωπικού τύπου. Προτίμησε μια καθαρή εξωστρέφεια με αδρές γραμμές και γοργούς ρυθμούς, καθότι η χρόνωση είναι εκείνη που μετατρέπει το λυγμικό σε ατόφιο λυρικό και το δραματικό σε τραγικό.
Σ ένα στρογγυλό πατάρι –που αλλού εξάλλου παίζεται ο Μπρεχτ, ο κλαρινίστας του Καρλ Βάλεντιν και απόγονος των περιπλανώμενων θεατρίνων του Μεσαίωνα;– εξελίσσεται η δράση. Γύρω από αυτό «φτωχές» κατασκευές πάνω σε ρόδες παίζουν τον ρόλο σπιτιών, αυλών, εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. Στο μινιμαλιστικό σκηνικό οι ηθοποιοί φορούν μαξιμαλιστικά κοστούμια αντιπροσωπευτικά της ταξικής τους προέλευσης και της παραμυθένιας ρίζας τους. Η μουσική, συναισθηματικά μπρεχτική, έρχεται να επισημάνει μια γνωστή παρερμηνεία: Ο Μπρεχτ δεν υπήρξε ποτέ ψυχρός ή μη συναισθηματικός. Απλά η Μαρξιστική του ευαισθησία δεν του επέτρεπε να συγκινείται ή να συγκινεί αορίστως. Το συναίσθημα στον Μπρεχτ –όπως το καλό κρασί– είναι το απόσταγμα της οντολογίας, του ανθρωπισμού και της συλλογικής αγωνίας για το καλό του ανθρώπου. Σ’ αυτή την κοινωνική εξυπνάδα προσπάθησα να εντάξω την πολύμορφη ιδιοσυγκρασία του θιάσου. Καθότι καλό το τρελό αυτί και τα άγιο στόμα του ενός (ηθοποιού), αρκεί να ακούει τον πόνο και να μας μιλάει για την αγωνία των πολλών.
Σωτήρης Χατζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου